ομάκοοι

ομάκοοι
ὁμάκοοι, οἱ (Α)
(στους Πυθαγορείους) συνήκοοι, συνακροατές, συμμαθητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -άκοος (< ἀκούω), πρβλ. συν-άκοος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμακόοις — ὁμάκοοι fellow hearers masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμακόων — ὁμάκοοι fellow hearers masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομακοείον — ὁμακοεῑον και ὁμακόϊον, τὸ (ΑΜ) [ομάκοοι] τόπος συνάθροισης και ακρόασης τών μαθητών τού Πυθαγόρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”